πνευματιστής

πνευματιστής
ο
αυτός που ασχολείται με τα πνευματιστικά πειράματα ή ο οπαδός του πνευματισμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πνευματιστής — ο, θηλ. πνευματίστρια, Ν οπαδός τού πνευματισμού, αυτός που ασχολείται με τα λεγόμενα πνευματιστικά φαινόμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, ατoς + ιστής, απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. spititualiste. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Θ. Καΐρη] …   Dictionary of Greek

  • πνευματιστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνευματιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στο περιοδικό Χρυσαλλίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”